Σε μια αντιδικία, ο δικηγόρος της κάθε πλευράς, προσπαθεί να πείσει τον δικαστή, έναν τρίτο, για το δίκιο του εντολέα του, διότι ο δικαστής είναι εκείνος που θα καταλήξει σε μια απόφαση. Σε μια διαμεσολάβηση δεν υπάρχει τρίτος που πρέπει να πειστεί, διότι ο διαμεσολαβητής, ο τρίτος, είναι εκεί για να βοηθήσει τις δύο πλευρές να φτάσουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, οπότε η κάθε πλευρά απευθύνεται απευθείας στην άλλη, παρουσιάζοντας τις θέσεις της, τα συμφέροντα και τις ανάγκες της, ακούγοντας όμως παράλληλα και τις αντίστοιχες της άλλης πλευράς. Είναι προφανές ότι η διαδικασία απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες και προσέγγιση, με τον δικηγόρο-παραστάστη που είναι δίπλα στον εντολέα του, να έχει καίριο ρόλο και συμμετοχή στην επιτυχία ή όχι της διαμεσολάβησης, εφόσον θα είναι εκεί, λειτουργώντας ως μέρος της λύσης καθοδηγώντας τον εντολέα του σ’ αυτήν μέσα από ασφαλή μονοπάτια.
Share this post