Η ερώτηση τι φοβούνται οι γονείς , αγγίζει την μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού μας. Η απάντηση: να μην πάθουν κάτι τα παιδιά τους. Όσο μικρότερα τα παιδιά, τόσο μεγαλύτερη η ανησυχία. Μέσα από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι οι γονείς είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω, να λάβουν περισσότερα ρίσκα προκειμένου να προστατεύσουν την υγεία των παιδιών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βιομηχανία των βλαστοκυττάρων η οποία άνθισε στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκατείας του 2000 και μετά ως άλλο πυροτέχνημα εξαφανίστηκε ή έτυχε διαφορετικής διαχείρισης.
Βάζουμε μια άνω τελεία εδώ και πάμε στο θέμα του φόβου. Ένας από τους βασικότερους φόβους που έχει ο άνθρωπος είναι και αυτός της ασθένειας, ο οποίος σε μια άτυπη ιεράρχηση, κατέχει την τρίτη θέση στην κατηγορία των φόβων που βιώνουμε, πίσω από τον φόβο της φτώχειας και της επίκρισης. Σήμερα θα τολμούσα να πω οτι είναι στην πρώτη θέση και όσο περνάει ο καιρός και συνηθίζουμε την κατάσταση που βιώνουμε, υποχωρεί για να δώσει την πρωτιά στο φόβο της φτώχειας. Ο άνθρωπος φοβάται την ασθένεια για δύο βασικούς λόγους : 1ον διότι πιστεύει ότι μπορεί να τον οδηγήσει στο θάνατο και 2ον αν δεν γίνει το πρώτο, πιστεύει ότι θα έχει οικονομικό κόστος.
Οι κατάλληλοι χειρισμοί αναφορικά με τον συνδυασμό των ανωτέρω, έχουν οδηγήσει στην άνθηση πολλών βιομηχανιών, οι οποίες με την συνεχή τροφοδότηση του φόβου της ασθένειας και της φτώχειας, έχουν διαμορφώσει την ψυχολογία της ανησυχίας, κεδρίζοντας δις, αν όχι τρις ,ευρώ/δολάρια. Η ψυχολογία της ανησυχίας ήταν και αυτή που λειτούργησε προκειμένου να οδηγηθούμε σε ένα εθελοντικά επιβαλλόμενο lockdown και να πειθαρχήσουμε σ αυτό. Ξεκινώντας από τα παιδιά μας και το περιβάλλον που ζουν το 1/3 της ημέρας τους και με τον φόβο να μην ασθενήσουν και να μην αποτελέσουν τους δούρειους ίππους μέσα από τους οποίους ο covid-19 θα μπει στα σπίτια μας, έκλεισαν τα σχολεία και έμειναν τα παιδιά σπίτι. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα logistics αυτής της απόφασης και με δεδομένο ότι η τρίτη ηλικία είναι αυτή που βιώνει τον θάνατο από τον covid-19 και επομένως παππούδες και γιαγιάδες δεν ήταν διαθέσιμοι για καθήκοντα φύλαξης εγγονιών, γεννήθηκε η άδεια ειδικού σκοπού. Ελάχιστες μέρες μετά και με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εγκλωβισμένο στο ανωτέρω πρόβλημα, η λύση ήρθε εφαρμόζοντας ένα εξαπλωμένο loch down και την τηλεργασία. Έτσι με την ψυχολογία της ανησυχίας στα ύψη , κερδήθηκε πολύτιμος χρόνος ώστε να μπορέσει ο κρατικός μηχανισμός να οργανωθεί στην πράξη (διότι στην θεωρία τα πλάνα υπήρχαν, έπρεπε όμως να δοκιμαστούν) δεχόμενος πλέον, χωρίς καν να ιδρώσει, ενισχύσεις από τον ιδιωτικό τομέα , οι οποίες τον βοήθησαν να οργανωθεί ακόμη καλύτερα.
Τώρα που πλέον ξέρουμε καλύτερα τον “αντίπαλο” και έχουμε οργανώσει τις άμυνες μας, καιρός είναι να γυρίσουμε στην καθημερινότητα μας. Και πως θα γίνει αυτό; Πως θα αντιστραφεί η ψυχολογία της ανησυχίας; Μα ξεκινώντας και πάλι από τα παιδιά. Δία στόματος των ίδιων ειδημόνων, τα παιδιά δεν απειλούνται όπως πριν και δεν αποτελούν τον ίδιο κίνδυνο που αποτελούσαν πριν. Έτσι δεν είναι τόσο ότι θα ανοίξουν τα σχολεία αλλά ότι σε συνδυασμό με το άνοιγμα των εσωτερικών συνόρων (μεταξύ των νομών) και την άρση του περιορισμού μετακινήσεων, θα μπορούν τα δύο ηλικιακά άκρα της ευρύτερης οικογένειας, να συνταξιδέψουν προς τα χωριά τους / παραθεριστικά μέρη. Έτσι μεγάλο μέρος από το εργατικό δυναμικό της χωράς θα μπορέσει να επανέλθει απρόσκοπτα στην εργασία του. Αντιστροφή της ψυχολογίας της ανησυχίας και επιστροφή στην καθημερινότητα, μέχρι νεοτέρας.