Τα τελευταία 4 έτη, με αφορμή, μεταξύ άλλων ιδιοτήτων και αυτή του εκπαιδευτή διαμεσολάβησης, μου δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσω για την διαμεσολάβηση, την άτυπη – κοινωνική διαμεσολάβηση, που αναφέρεται στην ουσία της καθημερινότητας και να εκπαιδεύσω σε αυτή, μαζί με την συνάδελφο και συνεργάτη Δήμητρα Γαβριήλ, κρατούμενους, προσωπικό και εκπαιδευτικούς σχολείων δεύτερης ευκαιρίας, από 13 καταστήματα κράτησης στην Ελλάδα, δηλαδή στο 37% του συνόλου των καταστημάτων κράτησης. Οι συμμετέχοντες στα διάφορα στάδια της εκπαίδευσης ξεπέρασαν του 400 και ολοένα αυξάνονται, καθότι οι εκπαιδεύσεις συνεχίζονται. Ποια είναι όμως η πρακτική εμπειρία που αποκόμισα μέσα από την διαδικασία της εκπαίδευσης; Και ναι υπάρχει πρακτική εμπειρία που αποκτάς μέσα από την εκπαίδευση, διότι αφενός η εκπαίδευση είναι βιωματική και οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούν πραγματικά περιστατικά για την εκτέλεση των ασκήσεων τους με το feedback και τα follow up να είναι συνεχή, αφετέρου σύμφωνα με ένα παλαιό ρητό, “ο δάσκαλος είναι αυτός που μαθαίνει περισσότερο”.
Αρνούμενος τον βαρύ τίτλο του Δασκάλου και βλέποντας τον εαυτό μου περισσότερο ως ακροατή, παρατηρητή, συνομιλητή, παραθέτω επιγραμματικά τις εμπειρίες που απέκτησα από την διαμεσολάβηση σε περιβάλλοντα όπου τίποτα δεν χαρίζεται, υπάρχει καθημερινή κρίση, επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, η σωματική ακεραιότητα είναι σε κίνδυνο, η απόγνωση κάνει συχνά την επίσκεψη της, οι επιλογές αν όχι ανύπαρκτες σίγουρα ασφυκτικά περιορισμένες.
Όπως κάθε τι νέο, η κουλτούρα της διαμεσολάβησης ως μέσου διαχείρισης και επίλυσης συγκρούσεων αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη, δέχτηκε επιθέσεις, ειρωνεία, αμφισβήτηση. Αυτά από την στιγμή της παρουσίασης του προγράμματος εκπαίδευσης μέχρι και τις πρώτες 4 από τις συνολικά 80 ώρες εκπαίδευσης. Είναι εκεί στο τέλος της 4ης ώρας της πρώτης ημέρας που οι συμμετέχοντες στην εκπαίδευση, γίνονται κοινωνοί του εργαλείου της ακρόασης, καλούμενοι να το δοκιμάσουν πρακτικά. Είναι εκεί που μετά το τέλος της συγκεκριμένης εξάσκησης και ακόμη περισσότερο , μετά το τέλος των πρώτων 8 ωρών, που το 99% των συμμετεχόντων, ανεξαρτήτου φύλλου, ηλικίας, εθνότητας, κοινωνικού επιπέδου, γεωγραφικής περιοχής χρησιμοποιεί ακριβώς τις ίδιες λέξεις και τον ίδιο τόνο φωνής : “νόμιζα ότι άκουγα τον άλλον….. σήμερα κατάλαβα ότι ποτέ δεν τον άκουγα….”. Είναι εκείνη η στιγμή που όλα τα αρχικά αρνητικά ή στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερα συναισθήματα φεύγουν και δημιουργούν χώρο για τα νέα που έρχονται.
Μετά τις πρώτες 8 ώρες, κάθε ώρα που περνά αλλάζει και η δυναμική. Οι συμμετέχοντες αναγνωρίζοντας την αλλαγή που συμβαίνει μέσα τους, μιλούν περισσότερο, έχουν περισσότερες απορίες και δείχνουν ενθουσιασμό για μάθηση πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που δείχνουν τα παιδιά του νηπιαγωγείου όταν μαθαίνουν νέα παιχνίδια ή του δημοτικού όταν χτυπά το κουδούνι για διάλειμμα. Και μάθηση στο περιβάλλον της κοινωνίας των καταστημάτων κράτησης σημαίνει πράξη : “πως θα καθρεφτίσω τα συναισθήματα του άλλου όταν με έχει κολλήσει με το μαχαίρι στον τοίχο;” ” Πως γίνεται να κάνω εγώ ακρόαση στον
εισαγγελέα ακροάσεων ;” “Έκανα συνοδεία και παρουσία στο τηλέφωνο με την γυναίκα μου και μου είπε γιατί δεν μιλάς; Είσαι καλά; Τι έχεις πάθει;” “Έκανα καθρέφτισμα στον συγκελίτη μου και κόντεψε να με δείρει, νεύριασέ, τι κάνω;” Ερωτήματα που απαιτούν, δεν ζητούν, απαντήσεις, απαντήσεις πειστικές, καθαρές και ξάστερες, διότι αυτά που θα πεις θα δοκιμασθούν την αμέσως επόμενη στιγμή και μαζί με αυτά και εσύ ο ίδιος. Αν αυτά που έχεις πει βοηθήσουν στο να βιώσει ο συμμετέχων λιγότερη βία, να λάβει την άδεια που επιθυμεί, να του φέρει η γυναίκα του τα παιδιά στο επισκεπτήριο, έχει καλώς. Κερδίζεις voucher εμπιστοσύνης και προχωράς μέχρι την επόμενη φορά. Αν όχι , χάνεις εμπιστοσύνη και μαζί μ αυτήν ένα συμμετέχοντα που εγκαταλείπει το πρόγραμμα.
Όσο προχωρά η εκπαίδευση και στο στάδιο ολοκλήρωσης των πρώτων 40 ωρών, όπου πλέον ο κάθε συμμετέχων έχει μιλήσει, δοκιμάσει τις ικανότητες του σε ασκήσεις με πραγματικά περιστατικά, έχει προσχωρήσει σ εφαρμογή στην πραγματική ζωή εργαλείων επικοινωνίας όπως η ακρόαση, εργαλεία πρόληψης και επίλυσης συγκρούσεων όπως ο κύκλος, ξέρει πως να διαπραγματευτεί και να κάνει συμφωνίες που θα κρατήσουν, πως να επιλύει προβλήματα, πως να αναγνωρίζει τα συναισθήματα του άλλου αλλά και τα δικά του, ο συμμετέχων, βρίσκεται αντιμέτωποι με τις σκέψεις και τις τύψεις τους : “αν όλα αυτά τα είχα μάθει στο σχολείο, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ μέσα”, “ένα μήνα νωρίτερα να ερχόσασταν θα είχα σώσει την σχέση μου”, ” παρά το γεγονός ότι είμαι μέσα και θα κάνω να βγω έξω πολύ καιρό, κατάφερα μέσα από το τηλέφωνο να ηρεμίσω την κατάσταση στο σπίτι, να τους δώσω ελπίδα”. Είναι το σημείο όπου ακόμα και αυτός που «έχει πράξει το υπέρτατο», που έχει αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον διαφορετικό δρόμο που μπορούσε να ακολουθήσει και έστω και τώρα, δέχεται όχι μόνο να ακολουθήσει, αλλά και να διαδώσει σε άλλους.
Η χρήση πραγματικών περιστατικών για τους σκοπούς της εκπαίδευσης,περιστατικών που απασχολούν τους συμμετέχοντες καθότι είναι ζωντανά και άλυτα μέσα τους, εγείρει πολλές φορές αντιπαραθέσεις και διαφωνίες την ώρα του μαθήματος, κάνοντας επίκαιρη όσο ποτέ την χρήση του ρητού “δάσκαλε που δίδασκες…….”. Εκεί πρέπει να επιστρατεύεις όλη την ψυχραιμία και συγκέντρωση που έχεις προκειμένου να διαχειριστείς την σύγκρουση που συμβαίνει με τα εργαλεία που μέχρι τότε έχεις δείξει και με δεξιότητες που θα δείξεις στο μέλλον. Έτσι βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων με διαφορετικές κουλτούρες και προσλαμβάνουσες, με διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας προκειμένου να διαχειριστείς το θέμα της ησυχίας ή της καθαριότητας ή της φυλετικής διάκρισης που συμβαίνει εντός της πτέρυγας ή του θαλάμου ή του κελιού. Ή όταν πρόκειται για προσωπικό, την δυναμική που αναπτύσσεται με αφορμή την εργασιακή σχέση και τα θέματα που αυτή εγείρει εντός του εργασιακού τους περιβάλλοντος. Ή την συνεχή σύγκρουση που υπάρχει όταν τα θέματα δουλειάς μεταφέρονται στο σπίτι, στην οικογένεια. Ή την διαχείριση των συναισθημάτων και της πίεσης που προκαλείται όταν η οικογένεια του κρατούμενου αντιμετωπίζει βιοποριστικά προβλήματα και εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Τεράστια αποθέματα ενέργειας απαιτούνται και συνάμα αποτελεσματική διαχείριση χρόνου (ο χρόνος παραμονής εντός των καταστημάτων είναι συγκεκριμένος) προκειμένου να μπορέσεις να εξασφαλίσεις καταρχήν ότι ο ένας θα ακούσει τον άλλο, θα υπάρξει κάποια αποκλιμάκωση και συνθήκη ειρήνης τύπου “συμφωνούμε ότι διαφωνούμε και πάμε να δούμε πως θα πορευθούμε από εδώ και πέρα”, ώστε μέχρι την επόμενη φορά που θα συναντηθείς, να ξεκινήσεις από εκεί που σταμάτησες απευχόμενος τα χειρότερα.
Το αποκορύφωμα όμως όλων είναι όταν πλέον οι συμμετέχοντες καλούνται , μετά από ογδόντα ώρες εκπαίδευσης και επιπλέον ώρες πρακτικής εφαρμογής, να κάνουν διαμεσολαβήσεις και να επιλύσουν θέματα καθημερινότητας που έχουν να κάνουν με την οικογένεια, το εργασιακό περιβάλλον, την συμβίωση κλπ. Εκεί πλέον γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για μια δύσκολη, επίπονη και απαιτητική διαδικασία όταν είσαι εσύ ο διαμεσολαβητής , αποκαλυπτική, λυτρωτική συναρπαστική, όταν είσαι συμμετέχοντας. Εκεί πλέον καταλαβαίνει ο διαμεσολαβητής ότι με την στάση που θα κρατήσει θα επηρεάσει αντίστοιχα και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης, γεύεται την τεράστια ευθύνη και οι συμμετέχοντες πόσο δίκαιο είχαν που επέλεξαν την συγκεκριμένη διαδικασία για να επιλύσουν την διαφορά τους.
Τα τέσσερα έτη πρακτικής εφαρμογής της διαμεσολάβησης σε απαιτητικά και δύσκολα περιβάλλοντα με την κάθε σου κίνηση να κρίνεται άμεσα, σε κάνουν ωριμότερο, σοφότερο , σε γεμίζουν εμπειρία. Και μην γελιέστε. Τα θέματα που αντιμετωπίζουν οι εγκλεισμένοι και όσοι ασχολούνται μαζί τους, δεν διαφέρουν και τόσο πολύ από αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς οι «ελεύθεροι» καθότι «ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας φυλακισμένος που νομίζει ότι είναι ελεύθερος επειδή αποφεύγει να αγγίξει τους τοίχους του κελιού του» (Nicolás Gómez Dávila, 1913-1994, Κολομβιανός συγγραφέας) Κλείνοντας και στηριζόμενος στην ρήση του Ντοστογιέφσκι , σύμφωνα με τον οποίο ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από το επίπεδο διαβίωσης των φυλακισμένων της, θα αποτολμήσω να σημειώσω πως ήδη τετρακόσιοι και πλέον άνθρωποι της ευρύτερης κοινωνίας των φυλακών, έχουν δείξει στην πράξη την αποφασιστικότητα τους να ανεβάσουν το επίπεδο πολιτισμού επιλέγοντας να ζουν και να δρουν με την κουλτούρα της διαμεσολάβησης, διότι η διαμεσολάβηση δεν είναι τίποτε άλλο , παρά λύση πολιτισμού.