Το πρώτο μέρος της Επίλυσης Οικογενεακών Διαφορών (http://skplaw.gr/2021/06/28/%ce%b5%cf%80%ce%af%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1%ce%ba%cf%8e%ce%bd-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%cf%86%ce%bf%cf%81%cf%8e%ce%bd-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf/ ) , έκλεινε με την ενημέρωση για την ύπαρξη διαδικασίας που θα έχει πρωταγωνιστή εσένα, αυτής της οικογενειακής διαμεσολάβησης. Η οικογενειακή διαμεσολάβηση λειτουργεί συμπληρωματικά και επικουρικά , με συμβούλους γάμου, ψυχολόγους, θεραπευτές, ειδικούς στην διαχείριση της ψυχολογικής πλευράς της διαφοράς , την επούλωση «τραυμάτων» που ενδέχεται να υπάρχουν και αυτό διότι η διαμεσολάβηση δεν είναι μια ακόμη διαδικασία θεραπείας, αλλά μια διαδικασία επίλυσης θεμάτων που άπτονται της επικοινωνίας με τα παιδιά , της διατροφής , της περιουσίας. Επομένως προκειμένου να έχει πιθανότητες επιτυχίας, θα πρέπει τα συναισθηματικά και ψυχολογικά θέματα να είναι λυμένα και αν όχι λυμένα, υπό διαχείριση από έναν ειδικό, ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες να είναι συγκεντρωμένοι και έτοιμοι να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο, σε ένα εποικοδομητικό διάλογο.
Όταν φτάνει στον διαμεσολαβητή ένα αίτημα για οικογενειακή διαμεσολάβηση, αυτός πριν αναλάβει, εξετάζει σε ξεχωριστή συνάντηση με τον κάθε μέρος της οικογενειακής διαφοράς, αν:
υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα της διαφοράς και των θεμάτων που αυτή αφορά
είναι σε θέση να σκεφτεί και να προτείνει συγκεκριμένες προτάσεις για το θέμα που το απασχολεί
μπορεί να διαχωρίσει τα θέματα που έχουν να κάνουν με το γάμο και την μεταξύ τους σχέση από αυτά που έχουν να κάνουν με τον ρόλο του ως γονέα
είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματα του
μπορεί να επικοινωνήσει και αν ναι, ποιο είναι το επίπεδο της επικοινωνίας με το σύντροφο του
μπορεί να προβεί σε διαχωρισμό των δικών του συμφερόντων από αυτών του ή ων παιδιών
είναι σε θέση να διαπραγματευτεί από την αρχή μέχρι το τέλος τα θέματα που το ενδιαφέρουν
μπορεί να ιεραρχήσει τα θέματα που το απασχολεί και να προχωρήσει σταδιακά στην επίλυση τους
είναι σε θέση να αφήσει το παρελθόν εκεί που ανήκει και να επικεντρωθεί στο παρόν ώστε να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον
έχει κατανοήσει ότι χωρίζει ο ένας σύντροφο από τον άλλον, αλλά όχι από τα παιδιά (όπου υπάρχουν παιδιά)
είναι σε θέση να σκεφτούν τι μέλλον επιθυμούν να έχει η οικογένεια τους;
Αν η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι αρνητική , τότε ο διαμεσολαβητής προτρέπει τον ενδιαφερόμενο να συμβουλευτεί έναν ειδικό , ΄ώστε να τον βοηθήσει να αναζητήσει απαντήσεις, που θα τον βοηθήσουν να διαμορφώσει καλύτερη εικόνα για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Αν η απάντηση είναι θετική τότε ο διαμεσολαβητής, προχωράει στο επόμενο στάδιο, αυτό της προμεσολάβησης .
Στο στάδιο της προμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής συναντά το κάθε μέρος ξεχωριστά, όπου και ακούει το αφήγημα του , την δική του αλήθεια. Εν συνεχεία, εξηγεί τις τέσσερις επιλογές που έχει στην διάθεση του για την επίλυση της διαφοράς, μέσω : 1) της διαπραγμάτευσης 2) του εξαναγκασμού, 3) της προσφυγής σε κάποιον ανώτερο και 4) της διαμεσολάβησης
Διαπραγμάτευση είναι ο συνηθέστερος τρόπος επίλυσης διαφορών, καθώς όλοι, σε κάθε στιγμή της ημέρας μας, διαπραγματευόμαστε με τον άλλο, προκειμένου να τον πείσουμε να κάνει κάτι που θέλουμε, ή να μην κάνουμε κάτι που θέλει, ή να γίνει διαφορετικά από ότι θέλουμε ή θέλει κλπ. Και όσο υπάρχει καλή ροή στην επικοινωνία και σχετική ισορροπία δυνάμεων, όλα βαίνουν κατ ευχή, καθότι και ο σκοπός τείνει προς επίτευξη και η σχέση με τον άλλον διατηρείται. Όμως αν η ροή της επικοινωνίας διακοπεί ή το κάθε μέρος στην διαπραγμάτευση εμμένει ανυποχώρητο στις θέσεις του, τότε συνήθως προκύπτουν οι παρακάτω επιλογές.
Εξαναγκασμός σημαίνει ότι κάποιος έχει τη δύναμη να αποφασίσει πως θα λυθεί η σύγκρουση και να επιβάλλει αυτή την απόφαση στον άλλο. Το πρόβλημα με τον εξαναγκασμό είναι ότι δεν έχει κάποιο αποτέλεσμα , εκτός και αν υπάρχει μεγάλη δύναμη από την μία πλευρά και δεν επιλύει την σύγκρουση , διότι σε κανέναν δεν αρέσει να του λένε τι να κάνει.
Η προσφυγή στον ανώτερο είναι κάτι που έχουμε μάθει από παιδιά, όταν και πηγαίναμε στους γονείς μας όταν είχαμε διαφωνία με τα αδέρφια μας ή στην δασκάλα όταν διαφωνούσαμε με κάποιον συμμαθητή μας , συνήθεια που και τώρα που έχουμε ενηλικιωθεί, εφαρμόζουμε συχνά στον εργασιακό μας χώρο, απευθυνόμενοι στον προϊστάμενο ή στο HR όταν υπάρχει θέμα με κάποιον συνάδελφο ή πελάτη. Το βασικό σημείο εδώ είναι ότι ο ανώτερος έχει την δύναμη να αποφασίσει για την σύγκρουση, γεγονός που είναι αποτελεσματικό όταν και οι δύο πλευρές έχουν εμπιστοσύνη σε αυτόν και συμφωνούν ότι η απόφαση που θα λάβει, θα λήξει και την σύγκρουση. Προσφυγή στον ανώτερο είναι και όταν αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε την δικαστική οδό, επιδιώκοντας την έκδοση κάποιας δικαστικής απόφασης, η οποία αρκετές φορές δεν ικανοποιεί κανένα από τα μέρη που αποφάσισαν να αντιδικήσουν.
Εφόσον λοιπόν η αρχική διαπραγμάτευση έχει αποτύχει, δηλαδή έχει αποτύχει η ουσιαστική επικοινωνία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της καλής ακρόασης, ο εξαναγκασμός δεν φαντάζει κατάλληλος για την αντιμετώπιση του προβλήματος και η προσφυγή στον ανώτερο , δηλαδή η άνευ όρων εκχώρηση του δικαιώματος μας να αποφασίζουμε για τον εαυτό μας και τα θέματα που μας αφορούν, σε κάποιον τρίτο, δεν είναι κάτι που θα θέλαμε, βιώσιμη εμφανίζεται η τέταρτη λύση, η διαμεσολάβηση.
Στην διαμεσολάβηση οι εμπλεκόμενοι στην σύγκρουση, συμφωνούν να την λύσουν οι ίδιοι και απευθύνονται σ έναν τρίτο τον διαμεσολαβητή για να τους βοηθήσει στην μεταξύ τους επικοινωνία και στην διαδικασία της επίλυσης (γι αυτό και η διαμεσολάβηση είναι γνωστή και έως υποβοηθούμενη διαπραγμάτευση). Ο διαμεσολαβητής δεν έχει καμία εξουσία να αποφασίσει για τη σύγκρουση ή να κρατήσει τους συμμετέχοντες στη διαδικασία ή να επιβάλλει την άποψη του σχετικά με το τι θα πρέπει να γίνει. Είναι εθελούσια και το κάθε μέρος μπορεί να αποχωρήσει όποτε θελήσει. Ωστόσο η διαμεσολάβηση δίνει τη δυνατότητα στα δύο μέρη να μιλήσουν για τη σύγκρουση, τα θέματα που τα απασχολούν και για τον καλύτερο τρόπο να τα επιλύσουν.
Το κάθε μέρος συμμετέχει στην διαδικασία με την θέληση του. Η διαμεσολάβηση είναι μια απόρρητη και εμπιστευτική διαδικασία, που σημαίνει ότι οτιδήποτε συζητηθεί και αναφερθεί κατά την διάρκεια της, παραμένει μεταξύ των συμμετεχόντων και δεν μπορεί να κοινοποιηθεί σε κανέναν τρίτο (εκτός και αν τα ίδια τα μέρη το αποφασίσουν αυτό) ούτε να χρησιμοποιηθεί σε δικαστήριο στα πλαίσια αντιδικίας. Το κάθε μέρος έχει ίσο χρόνο στην διάθεση του για να μιλήσει, μιλάει με την σειρά του και λέει την δική του αλήθεια, όπως εκείνο την έχει βιώσει, χωρίς να διακόπτεται από το άλλο μέρος. Κατά την διάρκεια της αφήγησης που κάνει το ένα μέρος, το άλλο ακούει, δείχνοντας σεβασμό. Ο διαμεσολαβητής είναι υπεύθυνος για την διαδικαστική δικαιοσύνη και όχι την ουσιαστική , δηλαδή για την τήρηση της διαδικασίας ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά , ώστε να διερευνήσουν αμοιβαία βιώσιμες λύσεις. Κάθε συμμετέχοντας μπορεί να αποχωρήσει από την διαδικασία ανά πάσα στιγμή και χωρίς συνέπειες, αν αισθανθεί ότι δεν αισθάνεται άνετα, δεν θα οδηγηθεί σε λύσεις, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο επιθυμεί.
Οι βασικοί αυτοί κανόνες, ανακοινώνονται από τον διαμεσολαβητή προς του συμμετέχοντες τόσο κατά την διάρκεια της προμεσολάβησης, όσο και κατά την διάρκεια της κοινής συνεδρίας, κατά την εναρκτήρια ομιλία. Ο διαμεσολαβητής, κάθε φορά που ενημερώνει για έναν κανόνα, αποσπά την συναίνεση των συμμετεχόντων ως προς την κατανόηση και την τήρηση του, συναίνεση που δεσμεύει ηθικά τα μέρη προς την ομαλή τήρηση της διαδικασίας.
Στο τρίτο μέρος θα συνεχίσουμε με το τι ακολουθεί την εναρκτήρια ομιλία του διαμεσολαβητή και πως οι συμμετέχοντες αναλαμβάνουν τα ηνία επίλυσης της διαφοράς που τους απασχολεί.