Το άρθρο 925 ΚΠολΔ έχει αποτελέσει ένα από τα μέσα άμυνας του καθ ου η εκτέλεση κατά εταιρειών στις οποίες οι τράπεζες έχουν μεταβιβάσει τις απαιτήσεις τους. Σύμφωνα με αυτό : «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν.»
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος , ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κτ άρθρ 919 παρ 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση , υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν , να κοινοποιήσει στον καθ΄ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο , και τα νομιμοποιητικά του έγγραφα, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη όσο και για την συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ΄ου η εκτέλεση γνωρίζει την επελθούσα διαδοχή (ΑΠ 345/2006).
Ως νομιμοποιητικά έγγραφα που πρέπει να κοινοποιηθούν νοούνται αυτά που αποδεικνύουν τη διαδοχή, είτε είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Η επιταγή και τα νομιμοποιητικά έγγραφα μπορούν να επιδοθούν ταυτόχρονα ή και χωριστά. Παράλειψη της επιδόσεως συνεπάγεται ακυρότητα των επόμενων πράξεων της εκτελέσεως , χωρίς να ερευνάται η ύπαρξη βλάβης.
Τι γίνεται όμως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καθ΄ ου έχει ασκήσει ανακοπή κατά της εκτέλεσης και έως την εκδίκαση της, επέλθει η διαδοχή, με τον καθολικό ή ειδικό διάδοχο να παρίσταται στην δίκη της ανακοπής αντί του αρχικού δικαιούχου , προσκομίζοντας όλα εκείνα τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν και το δικαστήριο να απορρίπτει την ανακοπή; Χρειάζεται ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος να κοινοποιήσει εκ νέου στον καθ΄ ου την επιταγή προς εκτέλεση;
Το θέμα αυτό αντιμετώπισε το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, όταν ο διάδοχος του αρχικού δικαιούχου, κατέστει διάδικος σε δίκη ανακοπής κατά διαταγής απόδοσης μισθίου και μετά την δημοσίευση απόφασης η οποία απέρριπτε την ανακοπή, προχώρησε στην εκτέλεση της διαταγής που ήταν στο όνομα του αρχικού δικαιούχου, χωρίς να κοινοποιήσει εκ νέου διαταγή στο όνομα του.
Με την υπ αριθ 17/2021 απόφαση του το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου (σε αίτηση ακύρωσης της εκτέλεσης), απέρριψε σχετική ένσταση του ανακόπτοντος, σύμφωνα με την οποία ισχυριζόταν ότι, για την εγκυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης , θα έπρεπε να είχε προηγηθεί νέα επίδοση της διαταγής απόδοσης από τον διάδοχο. Το σκεπτικό του Ειρηνοδικείου ήταν ότι η νομιμοποίηση του διαδόχου μετά των σχετικών εγγράφων, ήταν ήδη γνωστά στον ανακόπτοντα από την προηγείθείσα δίκη ανακοπής κατά της διαταγής απόδοσης μισθίου και δεν χρειαζόταν επίδοση νέας επιταγής προς εκτέλεση , αφού αμφότεροι (ανακόπτων και κθ’ ου) είχαν συμμετάσχει σε δίκη ανακοπής , είχαν καταστεί διάδικοι ήδη από την ημερομηνία διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης ανακοπής και ήδη από τότε είχε εκλείψει το στοιχείο του αιφνιδιασμού του οφειλέτη ως προς τη διαδοχή (καθολική ή ειδική) στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή , που αποτελεί την ratio legis του άρθρου 925 παρ 1 ΚΠολΔ.
Η ratio legis πίσω από την νέα επίδοση της διαταγής απόδοσης, εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού των οφειλετών, ως προς την διαδοχή (ειδική ή καθολική) στο πρόσωπο του επισπεύδοντα δανειστή. Για το σκοπό αυτό άλλωστε υπάρχει και η υποχρέωση κοινοποίησης όλων εκείνων των εγγράφων που αποδεικνύουν την διαδοχή ου επισπεύδοντος, προκειμένου να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής, είτε να αμφισβητηθεί , με ανακοπή, η υποχρέωση του καθ’ ου . (ΜΠρΘες. 10411/2019).